- ζεϊμπέκης
- Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν μειονότητα στον πληθυσμό της Προύσας και του Αϊδινίου. Οι Τούρκοι τους στρατολογούσαν έως το 1833 για την επάνδρωση της τοπικής χωροφυλακής σε περίοδο ειρήνης. Φορούσαν κεντητό σακάκι, σαλβάρι που έφτανε πάνω από τα γόνατα και σανδάλια (γεμενιά) στα πόδια. Έσφιγγαν τη μέση τους με δερμάτινη ζώνη, στην οποία στήριζαν τα όπλα και συγκρατούσαν τα συνεχόμενα φέσια στο κεφάλι τους με μεταξωτά μαντίλια, τυλιγμένα σαν σαρίκια. Όταν στα χρόνια του Μαχμούτ Β’ οι νέοι διοικητές αποφάσισαν να τους αφοπλίσουν (1833), οι ζ. επαναστάτησαν αλλά αποδεκατίστηκαν στην ένοπλη σύγκρουσή τους με τον τακτικό στρατό. Από τότε άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως χωροφύλακες (ζαπτιέδες), αλλά, παρά την ήττα τους, διατήρησαν τη στολή και τα παλιά τους έθιμα.
* * *ο1. (κατά την τουρκοκρατία) άτακτος στρατιώτης2. χωροφύλακας τής οθωμανικής Τουρκίας, ο οποίος, πιθανώς, προερχόταν από εξισλαμισθέντες Έλληνες τής Μικράς Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zeybek].
Dictionary of Greek. 2013.